κρατοκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κρατοκεντρισμός | οι | κρατοκεντρισμοί |
| γενική | του | κρατοκεντρισμού | των | κρατοκεντρισμών |
| αιτιατική | τον | κρατοκεντρισμό | τους | κρατοκεντρισμούς |
| κλητική | κρατοκεντρισμέ | κρατοκεντρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρατοκεντρισμός < κρατοκεντρικός + -ισμός
Μεταφράσεις
κρατοκεντρισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.