κούμουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κούμουλος | οι | κούμουλοι |
| γενική | του | κούμουλου | των | κούμουλων |
| αιτιατική | τον | κούμουλο | τους | κούμουλους |
| κλητική | κούμουλε | κούμουλοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κούμουλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κούμουλος < λατινική cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω) (πβ. αρχαία ελληνική κῦμα)
Ουσιαστικό
κούμουλος αρσενικό
- (παρωχημένο) σωρός
- (μετεωρολογία) σωρείτης
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κούμουλος | η | κούμουλη | το | κούμουλο |
| γενική | του | κούμουλου | της | κούμουλης | του | κούμουλου |
| αιτιατική | τον | κούμουλο | την | κούμουλη | το | κούμουλο |
| κλητική | κούμουλε | κούμουλη | κούμουλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κούμουλοι | οι | κούμουλες | τα | κούμουλα |
| γενική | των | κούμουλων | των | κούμουλων | των | κούμουλων |
| αιτιατική | τους | κούμουλους | τις | κούμουλες | τα | κούμουλα |
| κλητική | κούμουλοι | κούμουλες | κούμουλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κούμουλος
|
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κούμουλος < (άμεσο δάνειο) λατινική cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω) (πβ. αρχαία ελληνική κῦμα)
Επίθετο
κούμουλος
- γεμάτος
- ※ ῾Ωρίσθη δὲ τὸ μόδιον κούμουλον πιπράσκεσθαι (Ψευδο-Κοδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 2, 51, 7)
- ※ ἔσχον δὲ καὶ τὸ τούτων κούμουλον καὶ τ̣ὰ̣ [ναῦλα] καὶ τὰς ἑκατοστὰς καὶ τὸ σακκοφ[ο]ρ̣ι̣[κ]ὸ[ν] π̣[λήρης.] (Papyrus Oxyrhynchus 62 4346, XI 173)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.