cumulus
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ky.my.lys/
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω) (πβ. αρχαία ελληνική κῦμα)
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | cumulus | cumulī |
| γενική | cumulī | cumulōrum |
| δοτική | cumulō | cumulīs |
| αιτιατική | cumulum | cumulōs |
| κλητική | cumule | cumulī |
| αφαιρετική | cumulō | cumulīs |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.