cumulus

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

cumulus < λατινική cumulus

Προφορά

ΔΦΑ : /ky.my.lys/

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
cumulus cumulus

cumulus (fr) αρσενικό



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω) (πβ. αρχαία ελληνική κῦμα)

Ουσιαστικό

cumulus αρσενικό

  1. σωρός
  2. στοίβα
  3. πλεόνασμα, περίσσευμα
  4. βουνοκορφή, ακρώρεια

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cumulus cumulī
γενική cumulī cumulōrum
δοτική cumulō cumulīs
αιτιατική cumulum cumulōs
κλητική cumule cumulī
αφαιρετική cumulō cumulīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.