κουρσάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουρσάρος οι κουρσάροι
      γενική του κουρσάρου των κουρσάρων
    αιτιατική τον κουρσάρο τους κουρσάρους
     κλητική κουρσάρε κουρσάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρσάρος < μεσαιωνική ελληνική κουρσάρος < ιταλική corsaro < μεσαιωνική λατινική cursarius < λατινική cursus < curro < πρωτοϊταλική *korzō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱers- (τρέχω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kuɾˈsa.ɾos/

Ουσιαστικό

κουρσάρος αρσενικό

  1. (ιστορία) πειρατής, κυρίως γαλλικής καταγωγής ή από τις ακτές της βόρειας Αφρικής
      Ο Χαϊρεντίν ήταν ναύαρχος, ελληνικής καταγωγής -από τη Λέσβο ήταν η μητέρα του-, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κουρσάρος των ακτών της Μπαρμπαριάς, της σημερινής βόρειας Αφρικής. (εφ. Ελευθεροτυπία, 8.4.2013)
  2. (συνεκδοχικά) οποιοσδήποτε πειρατής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.