κουρσάρικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρσάρικο τα κουρσάρικα
      γενική του κουρσάρικου των κουρσάρικων
    αιτιατική το κουρσάρικο τα κουρσάρικα
     κλητική κουρσάρικο κουρσάρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρσάρικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουρσάρικος

Ουσιαστικό

κουρσάρικο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.