κουρσεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουρσεμένος η κουρσεμένη το κουρσεμένο
      γενική του κουρσεμένου της κουρσεμένης του κουρσεμένου
    αιτιατική τον κουρσεμένο την κουρσεμένη το κουρσεμένο
     κλητική κουρσεμένε κουρσεμένη κουρσεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουρσεμένοι οι κουρσεμένες τα κουρσεμένα
      γενική των κουρσεμένων των κουρσεμένων των κουρσεμένων
    αιτιατική τους κουρσεμένους τις κουρσεμένες τα κουρσεμένα
     κλητική κουρσεμένοι κουρσεμένες κουρσεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουρσεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρσεύω

Μετοχή

κουρσεμένος, -η, -ο

κουρσεμένη πόλη
κουρσεμένο πλοίο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.