κούρσεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούρσεμα τα κουρσέματα
      γενική του κουρσέματος των κουρσεμάτων
    αιτιατική το κούρσεμα τα κουρσέματα
     κλητική κούρσεμα κουρσέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κούρσεμα < μεσαιωνική ελληνική κούρσεμα < κούρσευμα < κουρσεύω < κοῦρσος < μεσαιωνική λατινική cursus < λατινική curro < πρωτοϊταλική *korzō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱers- (τρέχω)

Ουσιαστικό

κούρσεμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.