αρχικουρσάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχικουρσάρος οι αρχικουρσάροι
      γενική του αρχικουρσάρου των αρχικουρσάρων
    αιτιατική τον αρχικουρσάρο τους αρχικουρσάρους
     κλητική αρχικουρσάρε αρχικουρσάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχικουρσάρος < αρχι- + κουρσάρος < ιταλική corsaro < μεσαιωνική λατινική cursarius < λατινική cursus < curro < πρωτοϊταλική *korzō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱers- (τρέχω)

Ουσιαστικό

αρχικουρσάρος[1] [2] αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αρχικουρσάρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
  2. αρχικουρσάρος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.