κούρσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούρσα οι κούρσες
      γενική της κούρσας
    αιτιατική την κούρσα τις κούρσες
     κλητική κούρσα κούρσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κούρσα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κούρσα θηλυκό

  1. αγώνας ταχύτητας μεταξύ αυτοκινήτων
  2. αγώνας διεκδίκησης π.χ. σε διαγωνισμό, σε εκλογές κ.α.
  3. (παρωχημένο) το αυτοκίνητο
      Ο Μελέτης, λοιπόν, σκέφτηκε ότι κάποιος είχε φέρει την ξένη με κούρσα στο χωριό. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.