κούρσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κούρσα | οι | κούρσες |
| γενική | της | κούρσας | — | |
| αιτιατική | την | κούρσα | τις | κούρσες |
| κλητική | κούρσα | κούρσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κούρσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κούρσα θηλυκό
- αγώνας ταχύτητας μεταξύ αυτοκινήτων
- αγώνας διεκδίκησης π.χ. σε διαγωνισμό, σε εκλογές κ.α.
- (παρωχημένο) το αυτοκίνητο
- ※ Ο Μελέτης, λοιπόν, σκέφτηκε ότι κάποιος είχε φέρει την ξένη με κούρσα στο χωριό. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.