κούρσευμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κούρσευμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κούρσευμα

Ουσιαστικό

κούρσευμα ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, παρωχημένο) άλλη μορφή του κούρσεμα



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.