Μπαρμπαριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μπαρμπαριά οι Μπαρμπαριές
      γενική της Μπαρμπαριάς των Μπαρμπαριών
    αιτιατική την Μπαρμπαριά τις Μπαρμπαριές
     κλητική Μπαρμπαριά Μπαρμπαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μπαρμπαριά < ιταλική Barbaresco[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /baɾ.baɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπαρμπαριά

Κύριο όνομα

Μπαρμπαριά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.