κουνουπίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουνουπίδι τα κουνουπίδια
      γενική του κουνουπιδιού των κουνουπιδιών
    αιτιατική το κουνουπίδι τα κουνουπίδια
     κλητική κουνουπίδι κουνουπίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουνουπίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουνουπίδιν < ελληνιστική κοινή κάνωπον

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.nuˈpi.ði/

Ουσιαστικό

κουνουπίδι ουδέτερο

  1. (φυτό) μονοετές ποώδες φυτό του είδους Brassica oleracea που καλλιεργείται για την εδώδιμη άσπρη σφαιρική ανθοκεφαλή του
  2. (λαχανικό) η ανθοκεφαλή του παραπάνω φυτού, η οποία έχει κανονικό μέγεθος γύρω στα 15 εκατοστά
  3. (λαϊκότροπο) μεθυσμένος
  4. (νεολογισμός) είδος χτενίσματος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.