χτένισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χτένισμα | τα | χτενίσματα |
| γενική | του | χτενίσματος | των | χτενισμάτων |
| αιτιατική | το | χτένισμα | τα | χτενίσματα |
| κλητική | χτένισμα | χτενίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χτένισμα < χτενίζω

Η διαδικασία του χτενίσματος μαλλιών.

Τρία διαφορετικά χτενίσματα από την πίσω πλευρά.
Ουσιαστικό
χτένισμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.