χτένισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χτένισμα τα χτενίσματα
      γενική του χτενίσματος των χτενισμάτων
    αιτιατική το χτένισμα τα χτενίσματα
     κλητική χτένισμα χτενίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χτένισμα < χτενίζω
Η διαδικασία του χτενίσματος μαλλιών.
Τρία διαφορετικά χτενίσματα από την πίσω πλευρά.

Ουσιαστικό

χτένισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του χτενίζω
  2. η μορφή που παίρνουν τα μαλλιά όταν χτενιστούν με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, η κόμμωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.