κουνουπιδόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουνουπιδόσουπα | οι | κουνουπιδόσουπες |
| γενική | της | κουνουπιδόσουπας | — | |
| αιτιατική | την | κουνουπιδόσουπα | τις | κουνουπιδόσουπες |
| κλητική | κουνουπιδόσουπα | κουνουπιδόσουπες | ||
| Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουνουπιδόσουπα < κουνουπίδ(ι) + -ό- + -σουπα
Ουσιαστικό
κουνουπιδόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο παρασκευής βραστό κουνουπίδι
Μεταφράσεις
κουνουπιδόσουπα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.