κουνημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουνημένος η κουνημένη το κουνημένο
      γενική του κουνημένου της κουνημένης του κουνημένου
    αιτιατική τον κουνημένο την κουνημένη το κουνημένο
     κλητική κουνημένε κουνημένη κουνημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουνημένοι οι κουνημένες τα κουνημένα
      γενική των κουνημένων των κουνημένων των κουνημένων
    αιτιατική τους κουνημένους τις κουνημένες τα κουνημένα
     κλητική κουνημένοι κουνημένες κουνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουνώ, κουνιέμαι

Μετοχή

κουνημένος, -η, -ο

  1.  δείτε τη λέξη κουνώ
  2. φωτογραφία στην οποία δεν αποτυπώνεται το θέμα ξεκάθαρα, λόγω σχετικά χαμηλής ταχύτητας την ώρα της λήψης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.