κουνημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουνημένος | η | κουνημένη | το | κουνημένο |
| γενική | του | κουνημένου | της | κουνημένης | του | κουνημένου |
| αιτιατική | τον | κουνημένο | την | κουνημένη | το | κουνημένο |
| κλητική | κουνημένε | κουνημένη | κουνημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουνημένοι | οι | κουνημένες | τα | κουνημένα |
| γενική | των | κουνημένων | των | κουνημένων | των | κουνημένων |
| αιτιατική | τους | κουνημένους | τις | κουνημένες | τα | κουνημένα |
| κλητική | κουνημένοι | κουνημένες | κουνημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κουνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουνώ, κουνιέμαι
Μετοχή
κουνημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κουνώ
- φωτογραφία στην οποία δεν αποτυπώνεται το θέμα ξεκάθαρα, λόγω σχετικά χαμηλής ταχύτητας την ώρα της λήψης
Μεταφράσεις
κουνημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.