κουκουλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουκουλωμένος | η | κουκουλωμένη | το | κουκουλωμένο |
| γενική | του | κουκουλωμένου | της | κουκουλωμένης | του | κουκουλωμένου |
| αιτιατική | τον | κουκουλωμένο | την | κουκουλωμένη | το | κουκουλωμένο |
| κλητική | κουκουλωμένε | κουκουλωμένη | κουκουλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουκουλωμένοι | οι | κουκουλωμένες | τα | κουκουλωμένα |
| γενική | των | κουκουλωμένων | των | κουκουλωμένων | των | κουκουλωμένων |
| αιτιατική | τους | κουκουλωμένους | τις | κουκουλωμένες | τα | κουκουλωμένα |
| κλητική | κουκουλωμένοι | κουκουλωμένες | κουκουλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κουκουλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουκουλώνω
Μετοχή
κουκουλωμένος, -η, -ο
- εντελώς σκεπασμένος
- τυλιγμένος με ζεστά ρούχα
- (μεταφορικά) (για παράνομη ενέργεια) συγκεκαλυμμένος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κουκουλωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.