συγκεκαλυμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγκεκαλυμμένος | η | συγκεκαλυμμένη | το | συγκεκαλυμμένο |
| γενική | του | συγκεκαλυμμένου | της | συγκεκαλυμμένης | του | συγκεκαλυμμένου |
| αιτιατική | τον | συγκεκαλυμμένο | τη | συγκεκαλυμμένη | το | συγκεκαλυμμένο |
| κλητική | συγκεκαλυμμένε | συγκεκαλυμμένη | συγκεκαλυμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγκεκαλυμμένοι | οι | συγκεκαλυμμένες | τα | συγκεκαλυμμένα |
| γενική | των | συγκεκαλυμμένων | των | συγκεκαλυμμένων | των | συγκεκαλυμμένων |
| αιτιατική | τους | συγκεκαλυμμένους | τις | συγκεκαλυμμένες | τα | συγκεκαλυμμένα |
| κλητική | συγκεκαλυμμένοι | συγκεκαλυμμένες | συγκεκαλυμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συγκεκαλυμμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
συγκεκαλυμμένος
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συγκεκαλυμμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.