κοπελουδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοπελουδάκι | τα | κοπελουδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κοπελουδάκι | τα | κοπελουδάκια |
| κλητική | κοπελουδάκι | κοπελουδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοπελουδάκι < κοπελούδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
κοπελουδάκι ουδέτερο
- το μικρό κορίτσι
- ※ δεν είμαι από ψηλή γενιά κι από μεγάλο τζάκι | μα τη ζωή μου τη γλεντώ μικρό κοπελουδάκι (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)
Μεταφράσεις
κοπελουδάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.