kopil
Αλβανικά (sq)
Ουσιαστικό
kopil (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: kopili) (πληθυντικός kopilë)
- νόθος, εξώγαμος
- υπηρέτης (για βαριές δουλειές)
- κοπέλι
- (μεταφορικά) πονηρός, έξυπνος
- (μεταφορικά) ύπουλος
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη κοπέλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.