kopil

Αλβανικά (sq)

Ετυμολογία

kopil < νοτιοσλαβικής προέλευσης *kopylŭ «βλαστάρι, νόθο τέκνο»

Ουσιαστικό

kopil (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: kopili) (πληθυντικός kopilë)

  1. νόθος, εξώγαμος
  2. υπηρέτης (για βαριές δουλειές)
  3. κοπέλι
  4. (μεταφορικά) πονηρός, έξυπνος
  5. (μεταφορικά) ύπουλος

Αλλόγλωσσα παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.