κοντυλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοντυλιά οι κοντυλιές
      γενική της κοντυλιάς των κοντυλιών
    αιτιατική την κοντυλιά τις κοντυλιές
     κλητική κοντυλιά κοντυλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοντυλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοντυλιά / κονδυλιά / κοντυλεά < κονδύλι(ν) / κοντύλι(ν) + -ιά < ελληνιστική κοινή κονδύλιον < αρχαία ελληνική κόνδυλος < κονδός < κοντός < κεντέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-

Προφορά

ΔΦΑ : /kon.diˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοντυλιά

Ουσιαστικό

κοντυλιά θηλυκό

  1. (μεταφορικά, μουσική)
    1. μουσικός αυτοσχεδιασμός σε λαούτο ή άλλο παραδοσιακό όργανο
    2. (σπανιότερα) η δοξαριά
  2. (παρωχημένο, κυριολεκτικά) γραμμή ζωγραφισμένη με κοντύλι, με πινέλο ζωγράφου

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • κοντυλιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κοντυλιά < κοντύλ(ιν) + -ιά  και δείτε τη λέξη κονδυλιά

Ουσιαστικό

κοντυλιά θηλυκό

  • άλλη μορφή του κονδυλιά
    άλλες μορφές: κοντυλεά

Κλιτικοί τύποι

  • κοντυλιάν (αιτιατική ενικού)

Συγγενικά

  • με κοντυλ-  δείτε τη λέξη κοντύλιν
  • με κονδυλ-  δείτε τη λέξη Lua error in Module:Πρότυπο:λ at line 65: attempt to index field '?' (a nil value).

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.