λαούτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαούτο τα λαούτα
      γενική του λαούτου των λαούτων
    αιτιατική το λαούτο τα λαούτα
     κλητική λαούτο λαούτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λαούτο

Ετυμολογία

λαούτο < (άμεσο δάνειο) βενετική lauto < αραβική اَلْعُود‎ (al-ʿūd: ξύλο, ούτι) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈu.to/

Ουσιαστικό

λαούτο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.