λαούτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαούτο | τα | λαούτα |
| γενική | του | λαούτου | των | λαούτων |
| αιτιατική | το | λαούτο | τα | λαούτα |
| κλητική | λαούτο | λαούτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

λαούτο
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈu.to/
Ουσιαστικό
λαούτο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) έγχορδο, παραδοσιακό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ βραχίονα
Συγγενικά
- ούτι
-
λαούτο στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- λαούτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.