κοντσέρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντσέρτο τα κοντσέρτα
      γενική του κοντσέρτου των κοντσέρτων
    αιτιατική το κοντσέρτο τα κοντσέρτα
     κλητική κοντσέρτο κοντσέρτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοντσέρτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική concerto < λατινική concerto < con- + certo < certus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος cerno < πρωτοϊταλική *krinō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *krey- (κινώ, χωρίζω, διαιρώ)

Ουσιαστικό

κοντσέρτο ουδέτερο

  1. (μουσική) μουσική σύνθεση για ένα (πρωταγωνιστικό) όργανο (π.χ. πιάνο) και ορχήστρα
  2. (κατ’ επέκταση) συναυλία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.