κοντσέρτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοντσέρτο | τα | κοντσέρτα |
| γενική | του | κοντσέρτου | των | κοντσέρτων |
| αιτιατική | το | κοντσέρτο | τα | κοντσέρτα |
| κλητική | κοντσέρτο | κοντσέρτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κοντσέρτο ουδέτερο
-
κοντσέρτο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.