συναυλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναυλία οι συναυλίες
      γενική της συναυλίας των συναυλιών
    αιτιατική τη συναυλία τις συναυλίες
     κλητική συναυλία συναυλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναυλία < αρχαία ελληνική συναυλία < σύν + αὐλός

Ουσιαστικό

συναυλία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.