κονιορτοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονιορτοποίηση οι κονιορτοποιήσεις
      γενική της κονιορτοποίησης* των κονιορτοποιήσεων
    αιτιατική την κονιορτοποίηση τις κονιορτοποιήσεις
     κλητική κονιορτοποίηση κονιορτοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κονιορτοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κονιορτοποίηση < κονιορτός + -ποίηση

Ουσιαστικό

κονιορτοποίηση θηλυκό

  1. η μετατροπή ενός στερεού σώματος σε σκόνη
  2. (μεταφορικά) η πλήρης συντριβή ενός αντιπάλου που επιτυγχάνεται με ισχυρά επιχειρήματα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.