κονιορτοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονιορτοποιημένος η κονιορτοποιημένη το κονιορτοποιημένο
      γενική του κονιορτοποιημένου της κονιορτοποιημένης του κονιορτοποιημένου
    αιτιατική τον κονιορτοποιημένο την κονιορτοποιημένη το κονιορτοποιημένο
     κλητική κονιορτοποιημένε κονιορτοποιημένη κονιορτοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονιορτοποιημένοι οι κονιορτοποιημένες τα κονιορτοποιημένα
      γενική των κονιορτοποιημένων των κονιορτοποιημένων των κονιορτοποιημένων
    αιτιατική τους κονιορτοποιημένους τις κονιορτοποιημένες τα κονιορτοποιημένα
     κλητική κονιορτοποιημένοι κονιορτοποιημένες κονιορτοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κονιορτοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κονιορτοποιώ

Μετοχή

κονιορτοποιημένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.