κομπιναδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομπιναδόρος οι κομπιναδόροι
      γενική του κομπιναδόρου των κομπιναδόρων
    αιτιατική τον κομπιναδόρο τους κομπιναδόρους
     κλητική κομπιναδόρε κομπιναδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομπιναδόρος < κομπίν(α) + -αδόρος

Προφορά

ΔΦΑ : /kom.bi.naˈðo.ɾos/

Επίθετο

κομπιναδόρος αρσενικό (θηλυκό: κομπιναδόρισσα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.