fiddle

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
fiddle fiddles

Ουσιαστικό

fiddle (en)

Συνώνυμα

Ρήμα

fiddle (en)

  1. (ανεπίσημο) παίζω ένα απ' τα παραπάνω έγχορδα, παίζω έγχορδο με δοξάρι, δοξαρίζω
  2. (μεταφορικά)
    1. ρυθμίζω ή παραποιώ
    2. μαστορεύω ή πειραματίζομαι με κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.