καλπουζανιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλπουζανιά | οι | καλπουζανιές |
| γενική | της | καλπουζανιάς | των | καλπουζανιών |
| αιτιατική | την | καλπουζανιά | τις | καλπουζανιές |
| κλητική | καλπουζανιά | καλπουζανιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλπουζανιά < καλπουζάν(ος) + -ιά
Ουσιαστικό
καλπουζανιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο), (παρωχημένο) παραχάραξη
- (λαϊκότροπο), (παρωχημένο) απατεωνιά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καλπουζάνος
Μεταφράσεις
καλπουζανιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.