bug
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | bug |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | bugs |
| αόριστος | bugged |
| παθητική μετοχή | bugged |
| ενεργητική μετοχή | bugging |
bug (en)
- (μεταβατικό, λαϊκότροπο) ενοχλώ, κολλάω σε κάποιον
- ↪ Stop bugging me, man!
- Μη μου κολλάς, ρε!
- ↪ Stop bugging me, man!
- βάζω "κοριό" για να παρακολουθήσω κάποιον
- (ειδικότερα) παγιδεύω ένα τηλέφωνο
- ↪ He had bugged her phone to track her.
- Είχε παγιδεύσει το τηλέφωνό της για να την παρακολουθεί.
- ↪ He had bugged her phone to track her.
- (ειδικότερα) παγιδεύω ένα τηλέφωνο
-
bug στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.