bug

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bug bugs

bug (en)

  1. (έντομο) κοριός (το έντομο και η συσκευή παρακολούθησης)
  2. (πληροφορική) σφάλμα προγράμματος, συνήθως δύσκολο στον εντοπισμό του
     συνώνυμα: defect, glitch

Ρήμα

ενεστώτας bug
γ΄ ενικό ενεστώτα bugs
αόριστος bugged
παθητική μετοχή bugged
ενεργητική μετοχή bugging

bug (en)

  1. (μεταβατικό, λαϊκότροπο) ενοχλώ, κολλάω σε κάποιον
    Stop bugging me, man!
    Μη μου κολλάς, ρε!
  2. βάζω "κοριό" για να παρακολουθήσω κάποιον
    • (ειδικότερα) παγιδεύω ένα τηλέφωνο
      He had bugged her phone to track her.
      Είχε παγιδεύσει το τηλέφωνό της για να την παρακολουθεί.

Σύνθετα

  • bug στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.