λείριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- λείριος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
λείριος, -ος, -ον
- όμοιος με κρίνο
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 7. Σωγένει Αἰγινήτῃ παιδὶ πεντάθλῳ, 80 (7.78-7.80)
- Μοῖσά τοι | κολλᾷ χρυσὸν ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ᾽ ἁμᾶ | καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ᾽ ἐέρσας.
- η Μούσα μου εμένα χρυσάφι κολλά | με λευκό ελεφαντόδοντο κι άλικο | κρινανθό, που απ᾽ τα σπλάχνα της θάλασσας βγάζει.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- Μοῖσά τοι | κολλᾷ χρυσὸν ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ᾽ ἁμᾶ | καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ᾽ ἐέρσας.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 7. Σωγένει Αἰγινήτῃ παιδὶ πεντάθλῳ, 80 (7.78-7.80)
- (για τη φωνή) τρυφερός, γλυκύς
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.903, @scaife.perseus
- ἵεσαν ἐκ στομάτων ὄπα λείριον.
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.903, @scaife.perseus
- (για τα μάτια των νέων) λαμπρός, γλυκύς
- ※ 5os πκε αιώνας Βακχυλίδης, Διθύραμβοι, 17.94-17.96
- κα- | τὰ λειρίων τ᾽ ὀμμάτων δά- | κρυ χέον, βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν.
- και από τα τρυφερά τους μάτια έχυναν δάκρυα, | προσμένοντας το βαρύ ζυγό της ανάγκης.
- Μετάφραση: Θ.Κ. Στεφανόπουλος @greek-language.gr
- κα- | τὰ λειρίων τ᾽ ὀμμάτων δά- | κρυ χέον, βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν.
- ※ 5os πκε αιώνας Βακχυλίδης, Διθύραμβοι, 17.94-17.96
Συνώνυμα
- λειριόεις
- λειρός
Πηγές
- λείριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λείριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.