ξεκολλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεκολλώ < μεσαιωνική ελληνική ξε- + κολλώ

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.koˈlo/

Ρήμα

ξεκολλώ

  1. (μεταβατικό) αποκολλώ, αποσπώ ένα αντικείμενο από την επιφάνεια πάνω στην οποία ήταν κολλημένο
  2. (αμετάβατο) αποσπώμαι από την επιφάνεια πάνω στην οποία με είχαν κολλήσει
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) απομακρύνομαι από μια συναναστροφή ή διακόπτω μια δραστηριότητα
    ξεκόλλα επιτέλους από τον υπολογιστή σου να πάμε καμιά βόλτα
  4. (λαϊκότροπο) ξεκολλιέμαι κυρίως στους παρελθοντικούς χρόνους για αντικείμενα, όπως ξεκολλήθηκε αντί ξεκόλλησε για κάτι που αποσπάσθηκε με βία ή πάντως με πρόθεση και δεν αποκολλήθηκε τυχαία ή από φθορά μόνο του

Συγγενικά


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.