clerc

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

clerc < εκκλησιαστική λατινική clericus < αρχαία ελληνική κλῆρος
Η λέξη μαρτυρείται από τον 10ο αιώνα.

Προφορά

Ουσιαστικό

clerc (fr) αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) ο κληρικός
     αντώνυμα: laïc
  2. ο σοφός, που έχει μεγάλη μόρφωση
     αντώνυμα: béotien, ignorant, inculte
  3. ο υπάλληλος συμβολαιογράφου

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.