κλειδούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κλειδούχος οι κλειδούχοι
      γενική του/της κλειδούχου των κλειδούχων
    αιτιατική τον/την κλειδούχο τους/τις κλειδούχους
     κλητική κλειδούχε κλειδούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλειδούχος < αρχαία ελληνική κλειδοῦχος

Ουσιαστικό

κλειδούχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. κάτοχος των κλειδιών ενός κτιρίου
  2. (επάγγελμα) υπάλληλος των σιδηροδρόμων που χειρίζεται τα ειδικά κλειδιά των σιδηροδρομικών διακλαδώσεων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.