κλειδούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κλειδούχος | οι | κλειδούχοι |
| γενική | του/της | κλειδούχου | των | κλειδούχων |
| αιτιατική | τον/την | κλειδούχο | τους/τις | κλειδούχους |
| κλητική | κλειδούχε | κλειδούχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλειδούχος < αρχαία ελληνική κλειδοῦχος
Ουσιαστικό
κλειδούχος αρσενικό ή θηλυκό
- κάτοχος των κλειδιών ενός κτιρίου
- (επάγγελμα) υπάλληλος των σιδηροδρόμων που χειρίζεται τα ειδικά κλειδιά των σιδηροδρομικών διακλαδώσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.