κυλόττα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυλόττα οι κυλόττες
      γενική της κυλόττας των κυλοττών
    αιτιατική την κυλόττα τις κυλόττες
     κλητική κυλόττα κυλόττες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυλόττα < (λόγιο δάνειο) γαλλική culotte +

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈlo.ta/

Ουσιαστικό

κυλόττα θηλυκό

  • παρωχημένη γραφή του κιλότα κατά τη γαλλική ορθογραφία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.