βρακί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρακί τα βρακιά
      γενική του βρακιού των βρακιών
    αιτιατική το βρακί τα βρακιά
     κλητική βρακί βρακιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γυναικεία βρακιά (κιλότες).
Ανδρικά βρακιά (σώβρακα).

Ετυμολογία

βρακί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρακίον, βρακίν < υποκοριστικό του βράκα

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾaˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρακί

Ουσιαστικό

βρακί ουδέτερο

  • κάτω εσώρουχο που καλύπτει την λεκάνη
    Tα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους. (Λαϊκή παροιμία)
      Mὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα. (Νίκος Γκάτσος, Ἀμοργός, Αθήνα 1943)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

(Χρειάζεται να γίνεουν λήμματα)

  • δεν έχει (δεύτερο) βρακί να φορέσει / δεν έχει βρακί στον κώλο του : στερείται τα πάντα
  • δεν ξέρει (ακόμα) να δέσει το βρακί του : άπειρος
  • είναι κώλος και βρακί : πολύ συνδεδεμένοι, κολλητοί φίλοι
  • πούλησε και το βρακί του : καταξοδεύτηκε, καταστράφηκε οικονομικά
  • τα 'κανε στα βρακιά του / γέμισε τα βρακιά του : φοβήθηκε πάρα πολύ
  • την πήρε / την παντρεύτηκε με το βρακί της : την νυμφεύθηκε χωρίς προίκα
  • τον έβαλε / τον έχει στο βρακί της : τον κάνει ό,τι θέλει, τον εξουσιάζει πλήρως
  • που γραψε ο Θεός ξεβράκωτο, ποτέ βρακί δε βάζει : όπου φτωχός κι η μοίρα του
  • κάνει το βρακί σημαία : τα βγάζει όλα στη φόρα, δεν νοιώθει ντροπή, είναι χυδαίος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.