εσώρουχο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εσώρουχο | τα | εσώρουχα |
| γενική | του | εσωρούχου & εσώρουχου |
των | εσωρούχων |
| αιτιατική | το | εσώρουχο | τα | εσώρουχα |
| κλητική | εσώρουχο | εσώρουχα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εσώρουχο < εσω(τερικό) + ρούχο
Ουσιαστικό
εσώρουχο ουδέτερο
- ρούχα μεταξύ γυμνού σώματος & εξωτερικών ρούχων
Μεταφράσεις
εσώρουχο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.