περισκελίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περισκελίδα οι περισκελίδες
      γενική της περισκελίδας των περισκελίδων
    αιτιατική την περισκελίδα τις περισκελίδες
     κλητική περισκελίδα περισκελίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περισκελίδα < αρχαία ελληνική περισκελίς < περί + σκέλος

Ουσιαστικό

περισκελίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.