κεφτές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κεφτές | οι | κεφτέδες |
| γενική | του | κεφτέ | των | κεφτέδων |
| αιτιατική | τον | κεφτέ | τους | κεφτέδες |
| κλητική | κεφτέ | κεφτέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεφτές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كوفته (köfte) (τουρκική köfte) < περσική کوفته (kufte)
Ουσιαστικό
κεφτές αρσενικό
- (φαγητά) ένα κομμάτι κιμά ζυμωμένου με μυρωδικά και άλλα υλικά, που πλάθεται σε σφαιρικό σχήμα και τηγανίζεται
Σύνθετα
- κολοκυθοκεφτές
- κρεμμυδοκεφτές
- μελιτζανοκεφτές
- ντοματοκεφτές
- πατατοκεφτές
- ρεβιθοκεφτές
- σπανακοκεφτές
- σπανακοταραμοκεφτές
- ταραμοκεφτές
- φαβοκεφτές
- ψευτοκεφτές
- λήγουν σε -κεφτές - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
