κεφτές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεφτές οι κεφτέδες
      γενική του κεφτέ των κεφτέδων
    αιτιατική τον κεφτέ τους κεφτέδες
     κλητική κεφτέ κεφτέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεφτές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كوفته (köfte) (τουρκική köfte) < περσική کوفته (kufte)

Προφορά

ΔΦΑ : /ceˈftes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφτές
κεφτέδες με πιλάφι

Ουσιαστικό

κεφτές αρσενικό

Υποκοριστικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.