ντοματοκεφτές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντοματοκεφτές οι ντοματοκεφτέδες
      γενική του ντοματοκεφτέ των ντοματοκεφτέδων
    αιτιατική τον ντοματοκεφτέ τους ντοματοκεφτέδες
     κλητική ντοματοκεφτέ ντοματοκεφτέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντοματοκεφτές < ντομάτ(α) + -ο- + κεφτές

Προφορά

ΔΦΑ : /do.ma.to.ceˈftes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντοματοκεφτές

Ουσιαστικό

ντοματοκεφτές αρσενικό

Συνώνυμα

  • ψευτοκεφτές (Σαντορίνη)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.