کوفته

Οθωμανικά τουρκικά (ota)

Σημειώσεις

کوفته (köfte):

  • δείτε τη σελίδα كوفته, γραφή με αρχικό ασύνδετο κάππα ك, διαφορετικό από το περσικό ασύνδετο ک, όπως کوفته (kufte)



Περσικά (fa)

Ετυμολογία

کوفته < کوفتن (kuftan, χτυπάω, κοπανάω, συντρίβω)

Επίθετο

کوفته (fa) (kufte)

  1. χτυπημένος
  2. κοπανισμένος

Ουσιαστικό

کوفته (fa) (kufte)

Απόγονοι

کوفته (περσικά)

αγγλικά: kofte
γαλλικά: kafta
ισπανικά: kofta
οθωμανικά τουρκικά: كوفته‎ (köfte)
τουρκικά: köfte
νέα ελληνικά: κεφτές
ρωσικά: кюфта (kjuftá)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.