κιοφτές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιοφτές οι κιοφτέδες
      γενική του κιοφτέ των κιοφτέδων
    αιτιατική τον κιοφτέ τους κιοφτέδες
     κλητική κιοφτέ κιοφτέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιοφτές < τουρκική köfte

Ουσιαστικό

κιοφτές αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.