κιοφτές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κιοφτές | οι | κιοφτέδες |
| γενική | του | κιοφτέ | των | κιοφτέδων |
| αιτιατική | τον | κιοφτέ | τους | κιοφτέδες |
| κλητική | κιοφτέ | κιοφτέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.