ρεβιθοκεφτές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεβιθοκεφτές οι ρεβιθοκεφτέδες
      γενική του ρεβιθοκεφτέ των ρεβιθοκεφτέδων
    αιτιατική τον ρεβιθοκεφτέ τους ρεβιθοκεφτέδες
     κλητική ρεβιθοκεφτέ ρεβιθοκεφτέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ρεβιθοκεφτέδες (φαλάφελ)

Ετυμολογία

ρεβιθοκεφτές < ρεβίθ(ι) + -ο- + κεφτές

Ουσιαστικό

ρεβιθοκεφτές αρσενικό

  • ρεβυθοκεφτές

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.