ταραμοκεφτές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταραμοκεφτές | οι | ταραμοκεφτέδες |
| γενική | του | ταραμοκεφτέ | των | ταραμοκεφτέδων |
| αιτιατική | τον | ταραμοκεφτέ | τους | ταραμοκεφτέδες |
| κλητική | ταραμοκεφτέ | ταραμοκεφτέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ταραμοκεφτές
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.