ταραμοκεφτές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταραμοκεφτές οι ταραμοκεφτέδες
      γενική του ταραμοκεφτέ των ταραμοκεφτέδων
    αιτιατική τον ταραμοκεφτέ τους ταραμοκεφτέδες
     κλητική ταραμοκεφτέ ταραμοκεφτέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταραμοκεφτές < ταραμ(άς) + -ο- + κεφτές

Ουσιαστικό

ταραμοκεφτές αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.