κερατέα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κερατέα οι κερατέες
      γενική της κερατέας των (κερατεών)
    αιτιατική την κερατέα τις κερατέες
     κλητική κερατέα κερατέες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κερατέα < αρχαία ελληνική κερατέα

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.ɾaˈte.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κερατέα

Ουσιαστικό

κερατέα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κερατέ αἱ κερατέαι
      γενική τῆς κερατέᾱς τῶν κερατεῶν
      δοτική τῇ κερατέ ταῖς κερατέαις
    αιτιατική τὴν κερατέᾱν τὰς κερατέᾱς
     κλητική ! κερατέ κερατέαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κερατέ
γεν-δοτ τοῖν  κερατέαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κερατέα < κέρας (=κέρατο)

Ουσιαστικό

κερατέα θηλυκό

Συνώνυμα

  • ξυλοκερατέα
  • κερατωνία (Ceratonia Siliqua)
  • κερωνία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.