Κερατέα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κερατέα | οι | Κερατέες |
| γενική | της | Κερατέας | των | (Κερατεών) |
| αιτιατική | την | Κερατέα | τις | Κερατέες |
| κλητική | Κερατέα | Κερατέες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈte.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐ρα‐τέ‐α
Συγγενικά
-
Κερατέα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.