κεράτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κεράτιον | τὰ | κεράτιᾰ |
| γενική | τοῦ | κερατίου | τῶν | κερατίων |
| δοτική | τῷ | κερατίῳ | τοῖς | κερατίοις |
| αιτιατική | τὸ | κεράτιον | τὰ | κεράτιᾰ |
| κλητική ὦ! | κεράτιον | κεράτιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κερατίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κερατίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεράτιον < κέρας, κερατ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον (κέρατο)
- για τη σημασία: χαρουπιά, καρποί χαρουπιάς, δείτε قرظ στο αγγλικό Βικιλεξικό
Ουσιαστικό
κεράτιον ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό κέρατο
- καρπός της κερατέας (χαρουπιάς), το ξυλοκέρατο (λόγω του σχήματός του)
- το δέντρο κερατωνία
- (ελληνιστική σημασία , μονάδα μέτρησης) όπως το καράτι
- στα λατινικά: siliqua
- αραβικά: قِيرَاط (qīrāṭ, μονάδα βάρους) & قَرَظ (qaraẓ)
Πηγές
- κεράτιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεράτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.