χαρούπι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαρούπι | τα | χαρούπια |
| γενική | του | χαρουπιού | των | χαρουπιών |
| αιτιατική | το | χαρούπι | τα | χαρούπια |
| κλητική | χαρούπι | χαρούπια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Χαρούπια
Ετυμολογία
- χαρούπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική harup < αραβική خرّوب (χarrūb)
Ουσιαστικό
χαρούπι ουδέτερο
- Ο επιμήκης ξυλώδης καρπός της χαρουπιάς, πράσινου χρώματος όταν είναι άγουρος και καστανού όταν ωριμάσει. Η σάρκα του έχει γλυκιά γεύση και περιέχει πολύ σκληρά σπόρια.
- Πήγα προχθές στο χωριό και έφαγα ένα νόστιμο χαρούπι.
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Σημειώσεις
- από την αρχαία ελληνική λέξη κεράτιον (=χαρούπι) προέρχεται και η λέξη καράτι, γιατί το βάρος του σπόρου των χαρουπιών ορίστηκε ως η πιο μικρή μονάδα μέτρησης για χρυσό και πολύτιμους λίθους.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.