κελιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κελιώτης οι κελιώτες
      γενική του κελιώτη των κελιωτών
    αιτιατική τον κελιώτη τους κελιώτες
     κλητική κελιώτη κελιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κελιώτης < 5ος αιώνας ελληνιστική κοινή κελιώτης < κελλιώτης με ορθογραφική απλοποίηση < κελλίον, υποκοριστικό του κέλλα + -ώτης < λατινική cella[1][2]

Ουσιαστικό

κελιώτης αρσενικό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κελί

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κελιώτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κελιώτης -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κελιώτης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κελιώτης. Συγχρονικά αναλύεται σε κελ(ίον) + -ώτης

Ουσιαστικό

κελιώτης

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κελιώτης οἱ κελιῶται
      γενική τοῦ κελιώτου τῶν κελιωτῶν
      δοτική τῷ κελιώτ τοῖς κελιώταις
    αιτιατική τὸν κελιώτην τοὺς κελιώτᾱς
     κλητική ! κελιῶτ κελιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κελιώτ
γεν-δοτ τοῖν  κελιώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κελιώτης < κελίον (στη σημασία: ιδιαίτερο δωμάτιο) + -ώτης. Η λέξη από τον 5ο αιώνα.[1]

Ουσιαστικό

κελιώτης θηλυκό

Αναφορές

  1. κελιώτης -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.