κελιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κελιώτης | οι | κελιώτες |
| γενική | του | κελιώτη | των | κελιωτών |
| αιτιατική | τον | κελιώτη | τους | κελιώτες |
| κλητική | κελιώτη | κελιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κελί
Μεταφράσεις
κελιώτης
|
|
Αναφορές
- κελιώτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κελιώτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κελιώτης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κελιώτης. Συγχρονικά αναλύεται σε κελ(ίον) + -ώτης
Πηγές
- κελιώτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κελιώτης | οἱ | κελιῶται |
| γενική | τοῦ | κελιώτου | τῶν | κελιωτῶν |
| δοτική | τῷ | κελιώτῃ | τοῖς | κελιώταις |
| αιτιατική | τὸν | κελιώτην | τοὺς | κελιώτᾱς |
| κλητική ὦ! | κελιῶτᾰ | κελιῶται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κελιώτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κελιώταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αναφορές
- κελιώτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.