κελλίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κελλίον | τὰ | κελλίᾰ |
| γενική | τοῦ | κελλίου | τῶν | κελλίων |
| δοτική | τῷ | κελλίῳ | τοῖς | κελλίοις |
| αιτιατική | τὸ | κελλίον | τὰ | κελλίᾰ |
| κλητική ὦ! | κελλίον | κελλίᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κελλίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κελλίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- κελλίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.