κβαντισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κβαντισμός | οι | κβαντισμοί |
| γενική | του | κβαντισμού | των | κβαντισμών |
| αιτιατική | τον | κβαντισμό | τους | κβαντισμούς |
| κλητική | κβαντισμέ | κβαντισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κβαντισμός αρσενικό
- η κβάντωση, η κβάντιση, η διακριτοποίηση
- (μαθηματικά), (επεξεργασία σήματος) quantization: η διαδικασία της απεικόνισης (με προσέγγιση) ενός μεγάλου συνόλου τιμών (συνήθως αναλογικών, συνεχών τιμών) σε ένα μικρότερο σύνολο διακριτών δυαδικών τιμών (στάθμες κβαντισμού). Μοιάζει με την στρογγυλοποίηση τιμών και εφαρμόζεται στην μετατροπή αναλογικού σήματος σε ψηφιακό. Ενδιάμεσο στάδιο (βήμα) της ψηφιοποίησης
Συνώνυμα
- διακριτοποίηση
- κβάντιση
- κβαντοποίηση
Συγγενικά
- Quantization, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις
κβαντισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
